-
1 φλόγα
[флога] ουσ. Θ. огонь, пламя, (μεταφ.) жар, пыл.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φλόγα
-
2 огонь
-
3 пламя
-мени ουδ.1. φλόγα•пламя костра η φλόγα της φωτιάς•
языки -мени οι γλώσσες της φλόγας οι πύρινες γλώσσες, οι λόχες•
пламя водорода η υδρογονική φλόγα•
вспыхнуть -ем αναφλέγομαι.
2. μτφ. θέρμη, ορμή•возжечь -раздора ανάβω τη φωτιά της διχόνιας•
пламя гн-ва το μπουρίνι, το σύφλογο•
любовное пламя η φλόγα της αγάπης.
-
4 огонь
огня α.1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•развести огонь ανάβω φωτιά•
сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•
греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.
|| μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.
|| μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.2. φως•зажечь огонь ανάβω το φως•
погасить огонь σβήνω το φως•
светит огонь φέγγει το φως.
|| πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.
3. (στρατ.) πυρ•огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•
прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•
перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•
сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•
заградительный огонь φραγμός πυρών•
артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•
шквильный огонь καταιγισμός πυρών•
греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•
линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).
εκφρ.в -е:α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•β) στη μάχη•в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•- м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά. -
5 выжигание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выжигание
-
6 горелка
1. (устройство для сжигания топлива) о καυστήραςводоохлаждаемая - με ψύξη μέσω ύδατος/νερούкороткопламенная - βρα-χείας/μικρής φλόγαςкороткофакельная - см. короткопламенная -2. (устрой-ство для сварки, резки и т.п.) о αυλός (της συγκόλλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горелка
-
7 очерк
литер. το δοκίμιο очертание το περίγραμμα, η μορφή. очиститель ο καθαριστής. очистить см. очищать. очистка ο καθαρισμός, το καθάρισμα, η εκκαθάριση, η διΰλιση- με φλόγαщелочная - масла - αλκαλικός - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очерк
-
8 олимпийский
олимпийский ολυμπιακός \олимпийскийие игры οι Ολυμπιακοί Αγώνες· τα Ολύμπια (в древней Греции)' \олимпийский чемпион о ολυμπιονίκης· \олимпийский огонь η ολυμπιακή φλόγα· \олимпийскийая медаль το ολυμπιακό μετάλλιο· \олимпийскийая эмблема το ολυμπιακό έμβλημα· \олимпийскийая деревня το ολυμπιακό χωριό* * *Олимпи́йские и́гры — οι Ολυμπιακοί Αγώνες; τα Ολύμπια ( в Древней Греции)
олимпи́йский чемпио́н — ο ολυμπιονίκης
олимпи́йский ого́нь — η ολυμπιακή φλόγα
олимпи́йская меда́ль — το ολυμπιακό μετάλλιο
олимпи́йская эмбле́ма — το ολυμπιακό έμβλημα
олимпи́йская дере́вня — το ολυμπιακό χωριό
-
9 пламя
-
10 огонь
огоньм1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·2. (освещение, свет) τό φως:работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον. -
11 пыл
пылм ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ὁρμή:боевой \пыл ἡ μαχητική φλόγα· в \пылу́ гнева στήν ἔξαψη τοῦ θυμοῦ· охладить чеи-л, \пыл μετριάζω τό ζήλο. -
12 задор
-
13 пыл
-а (пылу), προθτ. о -е, в -у α. παλ.1. φωτιά, φλόγα•пирожки с -у πιροσκί καυτά (μόλις βγήκαν από τη φωτιά).
2. μτφ. θέρμη, ζέση, φλόγα, πάθος, θεριακλίκι.εκφρ.в -у – στη φωτιά, στο άναμμα•в -у сражения (6итвы) – στο άναμμα (στο κορύφωμα) της μάχης. -
14 выжигать
1. (истреблять огнём или едким веществом) καίω, εγκαίω, κατακαίω 2. (знаки, узоры) πυρογραφώ 3. (очищать обжиганием) καθαρίζω με φλόγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выжигать
-
15 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
16 горение
η καύσηподдерживать - συντηρώ/διατηρώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горение
-
17 огонь
1. (пламя, пожар) η φωτιά, η φλόγα, το πυρ 2. (освещение) το φως, ο φανός, το φανάρι"гасить осветительные - ни ав. σβήνω τα φώτα πορείαςбенгальский - τα βεγγαλικά (πλ.)блуждающие - ни (на болотистых местах) οι φωτεινές ατμίδες του φωσφόρου (στους βάλτους)кормовой - мор. πρυμνιό/πρυμναίο -опознавательный - τα φώτα αναγνώρισης, τα διακριτικά φώταотличительный мор. - см. опознавательный -посадочный ав. - τα φώτα της προσγείωσης- спасательного жилета (ав.мор.) τα φώτατου σωσιβίουспасательно-поисковый мор. - τα σωστικά φώτα της έρευναςстояночный ав. - τα φώτα της στάσηςтоповый - мор. о εφίστιος φανόςходовой - мор. τα φώτα πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огонь
-
18 пламя
η φλόγαстабилизировать - (в камере сгорания реактивного двигателя) σταθεροποιώ τη - (στον θάλαμο καύσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пламя
-
19 раздувать
1. (притоком воздуха усилить горение) φυσώ, αυξάνω τη φλόγα με αύξηση της παροχής του αέρα 2. (увеличивать объём, надувать наполнять воздухом) φουσκώνω, εμφυσώ 3. (бюджет, счета и т.п.) διογκώνωπαραφουσκώνω4. (рассеивать что-л. лёгкое) (δια)σκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздувать
-
20 резка
(действие) η κοπή, το κόψιμο, η τομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резка
См. также в других словарях:
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλόγα — η 1. γλώσσα φωτιάς που ακτινοβολεί φως και θερμότητα: Τα ξύλα στο τζάκι βγάζουν φλόγα. 2. το κατακόκκινο χρώμα, η κοκκινάδα: Ντράπηκε και τα μάγουλά της πήραν φλόγα. 3. μτφ. (για ψυχικά φαινόμενα), έξαψη, θέρμη, ορμή, παραφορά: Η φλόγα του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλόγα — φλόξ flame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα … Dictionary of Greek
σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek